νήπιο

νήπιο
το
βρέφος, μωρό, παιδί της προσχολικής ηλικίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νήπιο — το βλ. νήπιος …   Dictionary of Greek

  • μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… …   Dictionary of Greek

  • μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) …   Dictionary of Greek

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • νηπιάζω — (ΑΜ νηπιάζω) [νήπιος] 1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι 2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού αρχ. 1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς… …   Dictionary of Greek

  • νηπιακός — ή, ό [νήπιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νήπιο 2. φρ. «νηπιακή ηλικία» α) (ιατρ. φυσιολ.) η περίοδος τής ζωής τού παιδιού ανάμεσα στη βρεφική και παιδική ηλικία, δηλαδή από το τέλος τού πρώτου έτους έως το έκτο έτος β) (εκπ.) η περίοδος… …   Dictionary of Greek

  • νηπιαχεύω — (Α) (το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο πορεύω)] …   Dictionary of Greek

  • νηπιώδης — ες (ΑΜ νηπιώδης, ῶδες) [νήπιος] 1. αυτός που αρμόζει σε νήπιο, παιδιάστικος 2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, παιδιαριώδης, ανόητος νεοελλ. μτφ. αυτός που βρίσκεται στα πρώτα του βήματα ή αυτός που δεν έχει προοδεύσει ακόμη, καθυστερημένος… …   Dictionary of Greek

  • συννηπιάζω — ΜΑ γίνομαι κι εγώ νήπιο («πότε συνανεστράφη τοῑς ἀνθρώποις, εἰ μὴ ὅτε συνεγεννήθη μετ αὐτῶν ἐκ γυναικὸς καὶ συνενηπίασε», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νηπιάζω «σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο»] …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”